- οστρακολογία
- η1. κλάδος της ζωολογίας για τα όστρακα.2. κλάδος της παλαιογραφίας που μελετά τα γραπτά μνημεία πάνω σε όστρακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστρακολογία — η 1. κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τα όστρακα 2. κλάδος τής παπυρολογίας, ο οποίος ερευνά τα γραπτά κείμενα που βρίσκονται πάνω σε όστρακα, σε πήλινες πινακίδες ή θραύσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρακο + λογία*] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek